εὐάγητον

εὐάγητον
εὐάγητος
bright
masc/fem acc sg
εὐάγητος
bright
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευάγητος — εὐάγητος, ον (Α) (για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”